- διαπνέομαι
- βρίσκομαι υπό την επιρροή κάποιας διάθεσης ή συναισθήματος ή διακατέχομαι απ’ αυτά: Η σχέση μας διαπνέεται από κατανόηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαπνέομαι — βλ. πίν. 43 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: διαπνέομαι : σε ορισμένα λεξικά απαντάται και στην ενεργητική φωνή διαπνέω → (για άνεμο) πνέω διαμέσου ή (μεταφορικά) εμπνέω (τον διαπνέει φιλοπατρία). Περισσότερο συνηθισμένη στα σύγχρονα… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαπνέω — (Α διαπνέω) 1. (για τον αέρα) πνέω, φυσώ, μετακινούμαι από ένα σημείο σε άλλο 2. (για φυτά, ζώα, ανθρώπους) αναπνέω από τους πόρους τού σώματος νεοελλ. 1. εμπνέω, παρακινώ, παρορμώ 2. παθ. διαπνέομαι διακατέχομαι από κάποιο συναίσθημα… … Dictionary of Greek
εμφορούμαι — ( έομαι) (AM ἐμφοροῡμαι και ἐμφορῶ) μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι) αρχ. μσν. είμαι γεμάτος από κάτι,… … Dictionary of Greek
νηνεμώ — (I) (Α νηνεμῶ, έω) [νήνεμος] δεν διαπνέομαι, δεν πλήττομαι από άνεμο, είμαι νήνεμος, απάνεμος, απάγκιος νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) ηρεμώ, γαληνεύω αρχ. 1. μτφ. (για έντερα) ηρεμώ, ησυχάζω 2. (το παθ.) νηνεμοῡμαι, έομαι (στον Ησύχ.) καθίσταμαι… … Dictionary of Greek
υπερθυμούμαι — όομαι, Α [ὑπέρθυμος] (αποθ.) διαπνέομαι από υψηλά φρονήματα, είμαι ὑπέρθυμος* … Dictionary of Greek